- τοίνυν
- Α(συμπερ. μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗχρησιμοποιείται: 1. για να εκφράσει την ισχυρή πεποίθηση αυτού που μιλάει για τα λεγόμενά του: λοιπόν, επομένως, γι' αυτό («χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων αναπιτνάμεν», Πίνδ.)2. για να εισαγάγει λογικό συμπέρασμα («οὐ τοίνυν κατά γε τὸ σῶμα ἡ ἡσυχότης», Πλάτ.)3. για να εκφράσει: α) επιδοκιμασία («καλῶς τοίνυν», Αριστοφ.)β) αποδοκιμασία («ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ' ἀναιδείας ἔτι», Αριστοφ.)4. για τη μετάβαση τού λόγου σε κάτι νέο5. για να προσθέσει κάτι: επί πλέον, εκτός από αυτό («ἔτι τοίνυν ἐν αὐτῇ τῇ δίκῃ ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι», Πλάτ.)6. σε διάλογο για να εισαγάγει απόκριση («ἄπειμι τοίνυν οὔτε γὰρ σὺ τἀμ' ἔπη τολμᾷς ἐπαινεῑν», Σοφ.)7. για τη συνέχιση ενός συλλογισμού8. για την επάνοδο σε διήγηση που έχει διακοπεί («ναί. Ἡ πλούτου τοίνυν ἀπληστία...», Πλάτ.)9. στην αρχή τού λόγου, όταν γίνεται αναφορά σε κάτι που έχουν υπ' όψιν τους και ο ομιλητής και ο ακροατής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοί (Ι) + νῦν / νυν (πρβλ. τοιγάρ)].
Dictionary of Greek. 2013.